ειλικρινης

ειλικρινης
    εἰλικρινής
    εἰλι-κρῐνής
    v. l. εἱλικρινής 2
    [εἵλη]
    1) чистый, беспримесный
    

(τὰ στοιχεῖα Arst.)

    2) чистый, непорочный
    

(τέρψεις Isocr.; ἡδονή Arst.)

    3) ясный
    

ὄντος φωτὸς εἰλικρινοῦς Polyb. — когда уже совсем рассвело

    4) тщательно обособленный, непереметанный
    

(τὰ φῦλα Xen.)

    5) чистый, неэмпирический, абсолютный
    

(διάνοια Plat.)

    6) истый, подлинный
    

(ἀδικία Xen.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ειλικρινης" в других словарях:

  • εἱλικρινής — εἰλικρινής , εἰλικρινής unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινής — unmixed masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ειλικρινής — ές (AM εἰλικρινής, ές) ευθύς, τίμιος, ανυπόκριτος μσν. καθαρός, αμόλυντος αρχ. 1. καθαρός, αμιγής 2. απλός, απόλυτος 3. ολικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθετο τού οποίου το β συνθετικό προέρχεται από το θ. τού κρίνω με επίθημα es (πρβλ. ευκρινής). Το α… …   Dictionary of Greek

  • ειλικρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, ουδ. πληθ. ή, επίρρ. ά που εκφράζεται απροκάλυπτα, ανυπόκριτος, φιλαλήθης, απροσποίητος: Ειλικρινής φίλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εἰλικρινῆ — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εἰλικρινής unmixed masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέστερον — εἰλικρινής unmixed adverbial comp εἰλικρινής unmixed masc acc comp sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινεστάτων — εἰλικρινής unmixed fem gen superl pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινεστέρων — εἰλικρινής unmixed fem gen comp pl εἰλικρινής unmixed masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέα — εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εἰλικρινής unmixed masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινές — εἰλικρινής unmixed masc/fem voc sg εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰλικρινέστατα — εἰλικρινής unmixed adverbial superl εἰλικρινής unmixed neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»